εὐφώρατος

εὐφώρατος
εὐφώρατος
easy to detect
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] …   Dictionary of Greek

  • εὐφώρατον — εὐφώρατος easy to detect masc/fem acc sg εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφώρατα — εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφώρατοι — εὐφώρατος easy to detect masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”